- σωκράτει
- σωκρατέωdo like Socratespres imperat act 2nd sg (attic epic)σωκρατέωdo like Socratesimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σωκράτει — Σωκράτης dear little Socrates! masc nom/voc/acc dual (attic epic) Σωκράτεϊ , Σωκράτης dear little Socrates! masc dat sg (epic ionic) Σωκράτης dear little Socrates! masc dat sg Σωκρατέω do like Socrates imperf ind act 3rd sg (attic epic) Σωκρατέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Brief — (v. lat. Breve), 1) im Mittelalter jede kürzere Mittheilung, welche schriftlich zur Kenntniß einer Privatperson od. des Publikums im Allgemeinen gebracht wurde, daher auch noch jetzt 2) einzelnes Schriftstück, welches sich auf ein… … Pierer's Universal-Lexikon
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
συμφιλονικώ — έω, Α [φιλονικῶ] 1. μετέχω σε φιλονικία υποστηρίζοντας κάποιον («ἡμᾱς οὐδὲν δεῑ συμφιλονικεῑν... Σωκράτει», Πλάτ.) 2. απόλ. συμμετέχω σε συζήτηση … Dictionary of Greek
συνδιατρίβω — Α 1. περνώ τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» τους μαθητές τού Σωκράτους, Ξεν.) 2. ζω μαζί με κάποιον συνεχώς 3. (σχετικά με άψυχα) ασχολούμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διατρίβω «παραμένω,… … Dictionary of Greek